- ἐπιάχω
- ἐπῐάχω [pron. full] [ᾰ],A shout out, shout applause after a speech, ὣς ἔφαθ'· οἱ δ'
ἄρα πάντες ἐπίαχον Il.7.403
.2. shout,ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 5.860
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄρα πάντες ἐπίαχον Il.7.403
.ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 5.860
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιάχω — ἐπιάχω (Α) 1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ , οἱ δ ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγάζω, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»] … Dictionary of Greek
ἐπίαχε — ἐπιάχω shout out perf imperat act 2nd sg ἐπιάχω shout out perf ind act 3rd sg ἐπί̱αχε , ἐπιάχω shout out imperf ind act 3rd sg ἐπιάχω shout out pres imperat act 2nd sg ἐπιάχω shout out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίαχον — ἐπί̱αχον , ἐπιάχω shout out imperf ind act 3rd pl ἐπί̱αχον , ἐπιάχω shout out imperf ind act 1st sg ἐπιάχω shout out imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπιάχω shout out imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)